Της Μαρίας Ξωπαπαδάκη
Παρακολουθούμε με αγωνία, ορισμένες φορές ακόμη και με τρόμο, τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών σχετικά με το θέμα του προσφυγικού.
Από τη μία πλευρά ο πεινασμένος για περισσότερη εξουσία Ερντογάν ανοίγει τα σύνορα για να εκφοβίσει την Ευρώπη, από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδίδεται σε επικίνδυνες κινήσεις, πανικοβλημένη από το μέγεθος του προσφυγικού και ανήμπορη να το επιλύσει.
Ασκήσεις με πραγματικά πυρά, κλειστά κέντρα κράτησης ανθρώπων που οι πολιτικές των κρατών τους, τους στέρησε την πατρίδα τους, δηλώσεις κυβερντώντων πολιτικών που κάνουν λόγο για ισόβιες φυλακές είναι μόνο μερικά από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα.
Ωστόσο, αυτό που μας προκαλεί πραγματική εντύπωση, δεν είναι τόσο ο Ερντογάν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτό που πραγματικά μας έχει σοκάρει είναι οι απόψεις μεγάλης μερίδας πολιτών.
Είναι πραγματικά σοκαριστικό αυτό που αντιμετωπίζουμε οι εργαζόμενοι στα Μέσα ενημέρωσης. Καθημερινά, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, επιτίθενται σε όποιον δεν συμφωνεί στις ακραίες απόψεις για το προσφυγικό.
Είδαμε δηλώσεις για τους πρόσφυγες, όπως “να τους πετάξουν στη θάλασσα”, “να τους στείλουν πίσω από εκεί που ήρθανε”. Είδαμε να βρίζουν έγκυο πρόσφυγα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Να μη γ@@ιόσν@ σα τη σκύλα να μην ήσουνα γκαστρωμένη μωρή». Είδαμε ανθρώπους να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους και να αναλαμβάνουν ρόλο εκκαθάρισης στην περιοχή τους. Ακούσαμε να λένε, ότι οι πρόσφυγες έπρεπε να μείνουν στην πατρίδα τους και να πολεμήσουν.
Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, ότι η ελληνική κοινωνία τραβάει δύο δρόμους.
Ο ένας δρόμος είναι ο δρόμος του φόβου και του μίσους. Είναι Έλληνες που θεωρούν ότι η «ελληνικότητά» τους απειλείται από τους πρόσφυγες. Είναι άνθρωποι που πιστεύουν ότι επειδή κάποιοι άλλοι άνθρωποι δεν είχαν την τύχη να απολαμβάνουν το ζεστό σπιτικό τους, την ήρεμη οικογενειακή θαλπωρή τους δεν τους αξίζει να κοιτάξουν το μέλλον και να δουν πώς θα επιβιώσουν.
Αυτό που δεν κατανοούν, ωστόσο, είναι ότι κανείς δεν ρώτησε αυτούς τους ανθρώπους για το τι θέλουν. Αναρωτιέται κανείς, έχουν κάτσει ποτέ αυτοί οι άνθρωποι να σκεφτούν τι θα γινόταν στην περίπτωση που βρίσκονταν στη θέση τους;
Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία πλέον ότι μέρος της ελληνικής κοινωνίας φασιστοποιείται ραγδαία. Οι ίδιοι άνθρωποι που βλέπουν με μένος τους πρόσφυγες, είναι οι ίδιοι που θεωρούν ότι ορθώς εκκενώνονται άδεια κτίρια καταλήψεων και οι άνθρωποι μένουν στον δρόμο, σωστά δολοφονούνται άνθρωποι διαφορετικοί, όπως ο Ζακ. Η έννοια της διαφορετικότητας τους τρομάζει. Από το στόμα τους θα ακούσεις την γνωστή σε όλους καραμέλα για τον αδικοχαμένο από χέρι αστυνομικού, Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, «Και τι έκανε ένα 15χρονο βράδυ στα Εξάρχεια»;
Μερίδα νησιωτών, τις προηγούμενες ημέρες είδε ξεκάθαρα και από πρώτο χέρι, ότι το πρόβλημα με το προσφυγικό δεν είναι οι πρόσφυγες, αλλά η κυβερνητική πολιτική, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη έστειλε τα ΜΑΤ για να επιβάλουν την τάξη. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι παραδέχτηκαν ότι «εμείς φταίμε που τους ψηφίσαμε, αυτό είναι χούντα».
Και εδώ ερχόμαστε στην άλλη πλευρά της κοινωνίας, την πλευρά που προσπαθεί να εξελιχθεί. Την πλευρά που θέλει να ξεπεράσει μια για πάντα τον φόβο, θέλει να οραματιστεί. Είναι η πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, που βλέπει και πλέον έχει μάθει από τα λάθη της και τους πολιτικούς που επέλεξε να την εκπροσωπήσουν.
Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν και αντιλαμβάνονται ότι δεν απειλούνται από τους πρόσφυγες, αλλά από τους μηχανισμούς και τις πολιτικές που δημιουργούν πρόσφυγες.
Για αυτούς προέχει η έννοια της Ανθρωπιάς. Δεν είναι ότι δεν αγαπούν την πατρίδα τους, το αντίθετο μάλιστα, την αγαπούν τόσο πολύ, ώστε κατανοούν πόσο δύσκολο είναι να την αφήνεις πίσω. Αγαπώντας την πατρίδα του κανείς, δεν γίνεται να μην αγαπήσει τον πρόσφυγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κάτοικοι του Έβρου που ζέσταναν γάλα για να πιει το μωρό μετανάστη.
Λοιπόν, εμείς ως Candiadoc, με αυτούς τους ανθρώπους είμαστε. Είμαστε με τον Άνθρωπο πάνω από όλα, πέρα από το πού έρχεται, από που κατάγεται, πόσα χρήματα έχει, πού πάει. Για εμάς προέχει η ζωή και μόνο η ζωή και η ανθρωπιά. Κι ας δεχόμαστε επίθεση ακόμη και από φίλους, γνωστούς, γείτονες και συγγενείς.